Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
View word page
διυφή
woven fabrie
ShortDef
woven fabrie
Debugging
Headword:
διυφή
Headword (normalized):
διυφή
Headword (normalized/stripped):
διυφη
IDX:
23458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23459
Key:
Data
{'content': 'woven fabrie'}