Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
View word page
διύφαντος
doubly woven
ShortDef
doubly woven
Debugging
Headword:
διύφαντος
Headword (normalized):
διύφαντος
Headword (normalized/stripped):
διυφαντος
IDX:
23457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23458
Key:
Data
{'content': 'doubly woven'}