Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
View word page
διυφαίνω
to fill up by weaving

ShortDef

to fill up by weaving

Debugging

Headword:
διυφαίνω
Headword (normalized):
διυφαίνω
Headword (normalized/stripped):
διυφαινω
IDX:
23456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23457
Key:

Data

{'content': 'to fill up by weaving'}