Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
View word page
διυποβάλλω
clinch

ShortDef

clinch

Debugging

Headword:
διυποβάλλω
Headword (normalized):
διυποβάλλω
Headword (normalized/stripped):
διυποβαλλω
IDX:
23454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23455
Key:

Data

{'content': 'clinch'}