Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
View word page
διυπνίζω
to awake from sleep

ShortDef

to awake from sleep

Debugging

Headword:
διυπνίζω
Headword (normalized):
διυπνίζω
Headword (normalized/stripped):
διυπνιζω
IDX:
23453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23454
Key:

Data

{'content': 'to awake from sleep'}