Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
View word page
διυπηρετέομαι
serve

ShortDef

serve

Debugging

Headword:
διυπηρετέομαι
Headword (normalized):
διυπηρετέομαι
Headword (normalized/stripped):
διυπηρετεομαι
IDX:
23452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23453
Key:

Data

{'content': 'serve'}