Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
View word page
διυπερτίθημι
postpone

ShortDef

postpone

Debugging

Headword:
διυπερτίθημι
Headword (normalized):
διυπερτίθημι
Headword (normalized/stripped):
διυπερτιθημι
IDX:
23451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23452
Key:

Data

{'content': 'postpone'}