Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
View word page
διυλιστός
filtered, strained

ShortDef

filtered, strained

Debugging

Headword:
διυλιστός
Headword (normalized):
διυλιστός
Headword (normalized/stripped):
διυλιστος
IDX:
23450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23451
Key:

Data

{'content': 'filtered, strained'}