Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διτροχία
δίτροχος
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
View word page
διύλισμα
filtered
ShortDef
filtered
Debugging
Headword:
διύλισμα
Headword (normalized):
διύλισμα
Headword (normalized/stripped):
διυλισμα
IDX:
23448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23449
Key:
Data
{'content': 'filtered'}