Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διτριχιάω
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
View word page
διυλίζω
to strain off

ShortDef

to strain off

Debugging

Headword:
διυλίζω
Headword (normalized):
διυλίζω
Headword (normalized/stripped):
διυλιζω
IDX:
23446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23447
Key:

Data

{'content': 'to strain off'}