Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
View word page
διτριχιάω
have double eyelashes

ShortDef

have double eyelashes

Debugging

Headword:
διτριχιάω
Headword (normalized):
διτριχιάω
Headword (normalized/stripped):
διτριχιαω
IDX:
23436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23437
Key:

Data

{'content': 'have double eyelashes'}