Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δισώματος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
View word page
διτορμία
double socket
ShortDef
double socket
Debugging
Headword:
διτορμία
Headword (normalized):
διτορμία
Headword (normalized/stripped):
διτορμια
IDX:
23435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23436
Key:
Data
{'content': 'double socket'}