Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
View word page
διτονέω
have a double accent

ShortDef

have a double accent

Debugging

Headword:
διτονέω
Headword (normalized):
διτονέω
Headword (normalized/stripped):
διτονεω
IDX:
23432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23433
Key:

Data

{'content': 'have a double accent'}