Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δισχιδής
δισχιδόν
δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
δίτυλος
View word page
διτόκος
having borne two at a birth
ShortDef
having borne two at a birth
Debugging
Headword:
διτόκος
Headword (normalized):
διτόκος
Headword (normalized/stripped):
διτοκος
IDX:
23430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23431
Key:
Data
{'content': 'having borne two at a birth'}