Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
δισύπατος
δισχιδής
δισχιδόν
δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
View word page
δισώματος
double-bodied
ShortDef
double-bodied
Debugging
Headword:
δισώματος
Headword (normalized):
δισώματος
Headword (normalized/stripped):
δισωματος
IDX:
23425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23426
Key:
Data
{'content': 'double-bodied'}