Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
δισύπατος
δισχιδής
δισχιδόν
δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
διτοκέω
διτόκος
View word page
δισχιδής
cloven-hoofed

ShortDef

cloven-hoofed

Debugging

Headword:
δισχιδής
Headword (normalized):
δισχιδής
Headword (normalized/stripped):
δισχιδης
IDX:
23420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23421
Key:

Data

{'content': 'cloven-hoofed'}