Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
δισύπατος
δισχιδής
δισχιδόν
δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
View word page
δισυνεγγυάω
become joint surety twice

ShortDef

become joint surety twice

Debugging

Headword:
δισυνεγγυάω
Headword (normalized):
δισυνεγγυάω
Headword (normalized/stripped):
δισυνεγγυαω
IDX:
23418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23419
Key:

Data

{'content': 'become joint surety twice'}