Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίστεγος
διστεφής
διστιχία
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
δισύπατος
δισχιδής
δισχιδόν
δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
View word page
δισυλλαβέω
to be of two syllables

ShortDef

to be of two syllables

Debugging

Headword:
δισυλλαβέω
Headword (normalized):
δισυλλαβέω
Headword (normalized/stripped):
δισυλλαβεω
IDX:
23414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23415
Key:

Data

{'content': 'to be of two syllables'}