Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχία
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
δισύπατος
δισχιδής
δισχιδόν
View word page
δίστομος
double-mouthed, with two entrances
ShortDef
double-mouthed, with two entrances
Debugging
Headword:
δίστομος
Headword (normalized):
δίστομος
Headword (normalized/stripped):
διστομος
IDX:
23411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23412
Key:
Data
{'content': 'double-mouthed, with two entrances'}