Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχία
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
δισύπατος
δισχιδής
View word page
δίστολος
in pairs, two together

ShortDef

in pairs, two together

Debugging

Headword:
δίστολος
Headword (normalized):
δίστολος
Headword (normalized/stripped):
διστολος
IDX:
23410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23411
Key:

Data

{'content': 'in pairs, two together'}