Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχία
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
View word page
διστοιχία
double row
ShortDef
double row
Debugging
Headword:
διστοιχία
Headword (normalized):
διστοιχία
Headword (normalized/stripped):
διστοιχια
IDX:
23408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23409
Key:
Data
{'content': 'double row'}