Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχία
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
View word page
διστεφής
twice-crowned
ShortDef
twice-crowned
Debugging
Headword:
διστεφής
Headword (normalized):
διστεφής
Headword (normalized/stripped):
διστεφης
IDX:
23405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23406
Key:
Data
{'content': 'twice-crowned'}