Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
δισσολόγος
δισσοποιός
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχία
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
View word page
διστάζω
to be in doubt, hesitate

ShortDef

to be in doubt, hesitate

Debugging

Headword:
διστάζω
Headword (normalized):
διστάζω
Headword (normalized/stripped):
δισταζω
IDX:
23400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23401
Key:

Data

{'content': 'to be in doubt, hesitate'}