Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαῖος2
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
Ἀγακλῆς
ἀγακτιμένη
ἀγακτίμενος
ἀγαλακτία
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
View word page
ἀγαλλίασις
great joy, exultation

ShortDef

great joy, exultation

Debugging

Headword:
ἀγαλλίασις
Headword (normalized):
ἀγαλλίασις
Headword (normalized/stripped):
αγαλλιασις
IDX:
233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-234
Key:

Data

{'content': 'great joy, exultation'}