Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισσαχῇ
δισσογονέω
δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
δισσολόγος
δισσοποιός
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχία
δίστιχος
διστοιχία
View word page
δίσταγμα
doubt, uncertainty

ShortDef

doubt, uncertainty

Debugging

Headword:
δίσταγμα
Headword (normalized):
δίσταγμα
Headword (normalized/stripped):
δισταγμα
IDX:
23398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23399
Key:

Data

{'content': 'doubt, uncertainty'}