Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισσάκις
δισσάρχης
δισσαχῇ
δισσογονέω
δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
δισσολόγος
δισσοποιός
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχία
View word page
δισσοτόκος
bearing twice

ShortDef

bearing twice

Debugging

Headword:
δισσοτόκος
Headword (normalized):
δισσοτόκος
Headword (normalized/stripped):
δισσοτοκος
IDX:
23396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23397
Key:

Data

{'content': 'bearing twice'}