Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισπόνδειος
δισπορέω
δισσάκις
δισσάρχης
δισσαχῇ
δισσογονέω
δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
δισσολόγος
δισσοποιός
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
δίστεγος
View word page
δισσοποιός
making doubtful, perplexing

ShortDef

making doubtful, perplexing

Debugging

Headword:
δισσοποιός
Headword (normalized):
δισσοποιός
Headword (normalized/stripped):
δισσοποιος
IDX:
23394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23395
Key:

Data

{'content': 'making doubtful, perplexing'}