Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισπίθαμος
δισπόνδειος
δισπορέω
δισσάκις
δισσάρχης
δισσαχῇ
δισσογονέω
δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
δισσολόγος
δισσοποιός
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστεγία
View word page
δισσολόγος
speaking two languages

ShortDef

speaking two languages

Debugging

Headword:
δισσολόγος
Headword (normalized):
δισσολόγος
Headword (normalized/stripped):
δισσολογος
IDX:
23393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23394
Key:

Data

{'content': 'speaking two languages'}