Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισμύριοι
δισπερίοδος
δισπίθαμος
δισπόνδειος
δισπορέω
δισσάκις
δισσάρχης
δισσαχῇ
δισσογονέω
δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
δισσολόγος
δισσοποιός
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
View word page
δισσολογέω
say twice, repeat

ShortDef

say twice, repeat

Debugging

Headword:
δισσολογέω
Headword (normalized):
δισσολογέω
Headword (normalized/stripped):
δισσολογεω
IDX:
23391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23392
Key:

Data

{'content': 'say twice, repeat'}