Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισκοφόρος
δισμυρίανδρος
δισμύριοι
δισπερίοδος
δισπίθαμος
δισπόνδειος
δισπορέω
δισσάκις
δισσάρχης
δισσαχῇ
δισσογονέω
δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
δισσολόγος
δισσοποιός
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
View word page
δισσογονέω
bear doubly

ShortDef

bear doubly

Debugging

Headword:
δισσογονέω
Headword (normalized):
δισσογονέω
Headword (normalized/stripped):
δισσογονεω
IDX:
23389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23390
Key:

Data

{'content': 'bear doubly'}