Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δισκόομαι
δισκόραξ
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμυρίανδρος
δισμύριοι
δισπερίοδος
δισπίθαμος
δισπόνδειος
δισπορέω
δισσάκις
δισσάρχης
δισσαχῇ
δισσογονέω
δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
δισσολόγος
δισσοποιός
δισσός
View word page
δισπορέω
sow twice
ShortDef
sow twice
Debugging
Headword:
δισπορέω
Headword (normalized):
δισπορέω
Headword (normalized/stripped):
δισπορεω
IDX:
23385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23386
Key:
Data
{'content': 'sow twice'}