Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισκοβολία
δισκοβόλος
δισκοειδής
δισκόομαι
δισκόραξ
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμυρίανδρος
δισμύριοι
δισπερίοδος
δισπίθαμος
δισπόνδειος
δισπορέω
δισσάκις
δισσάρχης
δισσαχῇ
δισσογονέω
δισσογραφία
δισσολογέω
δισσολογία
View word page
δισπερίοδος
twice a περιοδονίκης

ShortDef

twice a περιοδονίκης

Debugging

Headword:
δισπερίοδος
Headword (normalized):
δισπερίοδος
Headword (normalized/stripped):
δισπεριοδος
IDX:
23382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23383
Key:

Data

{'content': 'twice a περιοδονίκης'}