Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβολέω
δισκοβολία
δισκοβόλος
δισκοειδής
δισκόομαι
δισκόραξ
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμυρίανδρος
δισμύριοι
δισπερίοδος
δισπίθαμος
δισπόνδειος
δισπορέω
View word page
δισκόομαι
to be made in the form of a disk
ShortDef
to be made in the form of a disk
Debugging
Headword:
δισκόομαι
Headword (normalized):
δισκόομαι
Headword (normalized/stripped):
δισκοομαι
IDX:
23375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23376
Key:
Data
{'content': 'to be made in the form of a disk'}