Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβολέω
δισκοβολία
δισκοβόλος
δισκοειδής
δισκόομαι
δισκόραξ
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
View word page
δίσκημα
a thing thrown

ShortDef

a thing thrown

Debugging

Headword:
δίσκημα
Headword (normalized):
δίσκημα
Headword (normalized/stripped):
δισκημα
IDX:
23369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23370
Key:

Data

{'content': 'a thing thrown'}