Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβολέω
δισκοβολία
δισκοβόλος
δισκοειδής
δισκόομαι
δισκόραξ
δίσκος
View word page
δισκεύω
to be pitched

ShortDef

to be pitched

Debugging

Headword:
δισκεύω
Headword (normalized):
δισκεύω
Headword (normalized/stripped):
δισκευω
IDX:
23367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23368
Key:

Data

{'content': 'to be pitched'}