Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβολέω
δισκοβολία
δισκοβόλος
δισκοειδής
δισκόομαι
View word page
δισκεύς
comet

ShortDef

comet

Debugging

Headword:
δισκεύς
Headword (normalized):
δισκεύς
Headword (normalized/stripped):
δισκευς
IDX:
23365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23366
Key:

Data

{'content': 'comet'}