Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβολέω
δισκοβολία
δισκοβόλος
View word page
δισθανής
twice dead

ShortDef

twice dead

Debugging

Headword:
δισθανής
Headword (normalized):
δισθανής
Headword (normalized/stripped):
δισθανης
IDX:
23363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23364
Key:

Data

{'content': 'twice dead'}