Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβολέω
δισκοβολία
View word page
δίσημος
of two times
ShortDef
of two times
Debugging
Headword:
δίσημος
Headword (normalized):
δίσημος
Headword (normalized/stripped):
δισημος
IDX:
23362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23363
Key:
Data
{'content': 'of two times'}