Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
View word page
δισεξάδελφος
great-nephew
ShortDef
great-nephew
Debugging
Headword:
δισεξάδελφος
Headword (normalized):
δισεξάδελφος
Headword (normalized/stripped):
δισεξαδελφος
IDX:
23360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23361
Key:
Data
{'content': 'great-nephew'}