Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
View word page
δισεβδομηκοντάπηχυς
cubits long

ShortDef

cubits long

Debugging

Headword:
δισεβδομηκοντάπηχυς
Headword (normalized):
δισεβδομηκοντάπηχυς
Headword (normalized/stripped):
δισεβδομηκονταπηχυς
IDX:
23357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23358
Key:

Data

{'content': 'cubits long'}