Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκεύς
δισκευτής
View word page
δισάρπαγος
twice ravished
ShortDef
twice ravished
Debugging
Headword:
δισάρπαγος
Headword (normalized):
δισάρπαγος
Headword (normalized/stripped):
δισαρπαγος
IDX:
23356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23357
Key:
Data
{'content': 'twice ravished'}