Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
View word page
δίσαβος
twice young
ShortDef
twice young
Debugging
Headword:
δίσαβος
Headword (normalized):
δίσαβος
Headword (normalized/stripped):
δισαβος
IDX:
23354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23355
Key:
Data
{'content': 'twice young'}