Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
View word page
δίς
twice, doubly
ShortDef
twice, doubly
Debugging
Headword:
δίς
Headword (normalized):
δίς
Headword (normalized/stripped):
δις
IDX:
23353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23354
Key:
Data
{'content': 'twice, doubly'}