Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισεξάδελφος
δίσευνος
View word page
διρρυμία
double pole

ShortDef

double pole

Debugging

Headword:
διρρυμία
Headword (normalized):
διρρυμία
Headword (normalized/stripped):
διρρυμια
IDX:
23351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23352
Key:

Data

{'content': 'double pole'}