Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
View word page
δίπωλος
with two horses

ShortDef

with two horses

Debugging

Headword:
δίπωλος
Headword (normalized):
δίπωλος
Headword (normalized/stripped):
διπωλος
IDX:
23347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23348
Key:

Data

{'content': 'with two horses'}