Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δισάρπαγος
View word page
δίπυρος
with double flame

ShortDef

with double flame

Debugging

Headword:
δίπυρος
Headword (normalized):
δίπυρος
Headword (normalized/stripped):
διπυρος
IDX:
23346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23347
Key:

Data

{'content': 'with double flame'}