Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίσαβος
δισάκκιον
View word page
διπυρίτης
twice-baked bread, biscuit
ShortDef
twice-baked bread, biscuit
Debugging
Headword:
διπυρίτης
Headword (normalized):
διπυρίτης
Headword (normalized/stripped):
διπυριτης
IDX:
23345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23346
Key:
Data
{'content': 'twice-baked bread, biscuit'}