Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίπους
διπρόσωπος
δίπρῳρος
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
διρρυμία
δίρρυμος
View word page
δίπυλος
double-gated, with two entrances

ShortDef

double-gated, with two entrances

Debugging

Headword:
δίπυλος
Headword (normalized):
δίπυλος
Headword (normalized/stripped):
διπυλος
IDX:
23342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23343
Key:

Data

{'content': 'double-gated, with two entrances'}