Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίπορος
διπόταμος
δίπους
διπρόσωπος
δίπρῳρος
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
δίρραβδος
View word page
δίπτυχος
double-folded, doubled

ShortDef

double-folded, doubled

Debugging

Headword:
δίπτυχος
Headword (normalized):
δίπτυχος
Headword (normalized/stripped):
διπτυχος
IDX:
23340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23341
Key:

Data

{'content': 'double-folded, doubled'}