Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίπολος
δίπορος
διπόταμος
δίπους
διπρόσωπος
δίπρῳρος
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυξ
δίπτυον
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
διπύρηνος
διπυρίτης
δίπυρος
δίπωλος
Διρκαῖος
Δίρκη
View word page
διπτυχίζω
fold, double
ShortDef
fold, double
Debugging
Headword:
διπτυχίζω
Headword (normalized):
διπτυχίζω
Headword (normalized/stripped):
διπτυχιζω
IDX:
23339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23340
Key:
Data
{'content': 'fold, double'}